- λειώσιμο
- το [λειώνω]τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάλειωμα — το [αναλειώνω] διάλυση, τήξη, λειώσιμο … Dictionary of Greek
ανάλυμα — το [αναλύω] 1. διάλυση, λειώσιμο 2. μαλάκωμα κάποιου πράγματος με νερό, χύλωμα 3. ξετύλιγμα τού νήματος από το αδράχτι … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
αναλίγωμα — το [αναλιγώνω] 1. η μεταβολή στερεής λιπαρής ουσίας σε υγρή, λόγω θερμότητας, τήξη, λειώσιμο 2. αίσθημα παροδικής εξασθένησης τών σωματικών δυνάμεων, που προκαλείται από πείνα, ηδονή κ.ά., ζαλάδα, λίγωμα … Dictionary of Greek
αναλυτάδα — η [αναλυτός] το λειώσιμο τού χιονιού κατά τόπους ώστε να φαίνεται το έδαφος … Dictionary of Greek
αποχιονιά — η η περίοδος μετά το λειώσιμο του χιονιού … Dictionary of Greek
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… … Dictionary of Greek
καταχώνευσις — καταχώνευσις, ἡ (AM) [καταχωνεύω] 1. τήξη, λειώσιμο 2. αποσύνθεση, απορρόφηση … Dictionary of Greek
λειωμός — λειωμός, ὁ (Μ) [λειώνω] 1. λειώσιμο 2. εξάλειψη, εξαφάνιση … Dictionary of Greek